- σκαπάνη
- η, ΝΜΑεργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.)νεοελλ.1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή στην οποία ενσφηνώνεται ο στειλεός, διαμορφωμένο κατά ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την επιδιωκόμενη χρήση2. φρ. «ορειβατική σκαπάνη» — ειδικός τύπος σκαπάνης που χρησιμοποιούν οι ορειβάτες κατά τις αναρριχήσεις σε χιονοσκεπείς και παγετώδεις κλιτύςαρχ.1. η σκαπτική τέχνη και, κυρίως, η τέχνη τής διάνοιξης τάφρων και βόθρων γύρω από ένα δέντρο2. είδος δικέλλας με την οποία γυμνάζονταν οι αθλητές.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -αν-η, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (πρβλ. πλάθ-αν-ος, τρύπ-αν-ον)].
Dictionary of Greek. 2013.